lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα γαλλικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (8):
commettre, perpétrer, confier, consigner, fier, préposer, déposer, piétiner
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα γαλλικά, commettre στα ελληνικά
διαπράττω στα γαλλικά