lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα φινλανδικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα φινλανδικά, tehdä στα ελληνικά
διαπράττω στα φινλανδικά