lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα λευκορωσίας

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
вытвараць, праводзіць, тварыць, учыняць, чыніць, давяраць, даручаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα λευκορωσίας, вытвараць στα ελληνικά
διαπράττω στα λευκορωσίας