lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα σουηδικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
begå, anförtro, förtroende, tillit
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα σουηδικά, begå στα ελληνικά
διαπράττω στα σουηδικά