lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα ουγγρική

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
elkövet, teljesíteni, véghezvinni, megbízni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα ουγγρική, elkövet στα ελληνικά
διαπράττω στα ουγγρική