lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρέχω στα πορτογαλικά

Λέξη:
τρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
andar, correr, funcionar, marchar, voar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τρέχω, τρέχω συνώνυμα, τρέχω στα αρχαία, τρέχω ονειροκρίτης, τρέχω και δεν φτάνω, τρέχω για την κατερίνη 2013, τρέχω στα πορτογαλικά, andar στα ελληνικά
τρέχω στα πορτογαλικά