lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γενναιότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bravery, courage, daring, grit, guts, hardihood, mettle, nerve, pecker, pluck, spunk, valour
γενναιότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chrabrost, kuráž, odvaha, odvážnost, opovážlivost, smělost, srdnatost, statečnost, troufalost, udatnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mut, schneid, tapferkeit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
heltemod, mod, tapperhed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brío, coraje, corazón, denuedo, esfuerzo, espíritu, hígado, osadía, valentía, valor, ánimo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
audace, bravoure, courage, estomac, hardiesse, moral, vaillance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
animo, ardire, audacia, coraggio, intrepidezza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dristighet, mod, mot, tapperhet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дерзание, доблесть, мужество, отвага, храбрость
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mod, mot
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trimëri
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
мужнасць, храбрасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
julgus, vahvus, vaprus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uljuus, urheus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hrabrost
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bátorság, mersz, merészség, vitézség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
didvyriškumas, drąsa, heroizmas, narsa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
animo, audácia, coragem, denodo, heroísmo, valor, ânimo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
галантність, доблесть, запал, мужність, серце, серцевина, сміливість, характер
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
odwaga

Σχετικές λέξεις

γενναιότητα συνωνυμα