lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανατρέπω στα γερμανικά

Λέξη:
ανατρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
stören, stürzen, umdrehen, umfallen, umkippen, umlegen, umschlagen, umstoßen, umstürzen, umwerfen, überschlagen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανατρέπω, επιτρέπω στα αγγλικά, ανατρέπω συνώνυμα, ανατρέπω μετάφραση, ανατρέπω english, ανατρέπω στα γερμανικά, stören στα ελληνικά
ανατρέπω στα γερμανικά