lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανατρέπω στα ρωσικά

Λέξη:
ανατρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
опрокидывать, переворачивать, сшибать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ανατρέπω, επιτρέπω στα αγγλικά, ανατρέπω συνώνυμα, ανατρέπω μετάφραση, ανατρέπω english, ανατρέπω στα ρωσικά, опрокидывать στα ελληνικά
ανατρέπω στα ρωσικά