lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανατρέπω στα ιταλικά

Λέξη:
ανατρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (3):
abbattere, rovesciare, sconvolgere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ανατρέπω, επιτρέπω στα αγγλικά, ανατρέπω συνώνυμα, ανατρέπω μετάφραση, ανατρέπω english, ανατρέπω στα ιταλικά, abbattere στα ελληνικά
ανατρέπω στα ιταλικά