lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανατρέπω στα τσεχική

Λέξη:
ανατρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
obracet, obrátit, poklopit, porazit, povalit, překlopit, překotit, převalit, převrhnout, převrátit, rozrušit, rušit, skácet, svrhnout, vzrušit, znepokojit, znepokojovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανατρέπω, επιτρέπω στα αγγλικά, ανατρέπω συνώνυμα, ανατρέπω μετάφραση, ανατρέπω english, ανατρέπω στα τσεχική, obracet στα ελληνικά
ανατρέπω στα τσεχική