lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανατρέπω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανατρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
derribar, entornar, revirar, tirar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανατρέπω, επιτρέπω στα αγγλικά, ανατρέπω συνώνυμα, ανατρέπω μετάφραση, ανατρέπω english, ανατρέπω στα πορτογαλικά, derribar στα ελληνικά
ανατρέπω στα πορτογαλικά