lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αξιωματικός στα γερμανικά

Λέξη:
αξιωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
beamter, funktionär, offizier, angestellte, angestellter, beamte, polizist
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αξιωματικός, αξιωματικός υπηρεσίας, αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός στρατού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός στα γερμανικά, beamter στα ελληνικά
αξιωματικός στα γερμανικά