lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αξιωματικός στα ουκρανικά

Λέξη:
αξιωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
офіцер, бюрократ, ввічливий, громадянський, молюск, цивільний, чиновник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αξιωματικός, αξιωματικός υπηρεσίας, αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός στρατού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός στα ουκρανικά, офіцер στα ελληνικά
αξιωματικός στα ουκρανικά