lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αξιωματικός στα νορβηγικά

Λέξη:
αξιωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (8):
betjent, embetsmann, funksjonær, offiser, arbeidstaker, kontorist, polis, tollembetsmann
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αξιωματικός, αξιωματικός υπηρεσίας, αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός στρατού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός στα νορβηγικά, betjent στα ελληνικά
αξιωματικός στα νορβηγικά