lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απαγορεύω στα γερμανικά

Λέξη:
απαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
verbieten, wehren, anstecken, untersagen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά απαγορεύω, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω μεταφραση, απαγορεύω στα γερμανικά, verbieten στα ελληνικά
απαγορεύω στα γερμανικά