lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απαγορεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
απαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
privar, proibir, vedar, aprestar, contagiar, infectar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά απαγορεύω, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω μεταφραση, απαγορεύω στα πορτογαλικά, privar στα ελληνικά
απαγορεύω στα πορτογαλικά