lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απαγορεύω στα ρωσικά

Λέξη:
απαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
воспрещать, запрещать, претить, запретить, заражать, инфицировать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά απαγορεύω, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω μεταφραση, απαγορεύω στα ρωσικά, воспрещать στα ελληνικά
απαγορεύω στα ρωσικά