lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποθηκεύω στα γερμανικά

Λέξη:
αποθηκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
ablagern, aufbewahren, aufheben, behalten, bewachen, bewahren, erhalten, lagern, speichern, verwahren, überwachen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αποθηκεύω, πώς αποθηκεύω, αποθηκεύω τρόφιμα, αποθηκεύω συνώνυμο, αποθηκεύω συνώνυμα, αποθηκεύω στα γερμανικά, ablagern στα ελληνικά
αποθηκεύω στα γερμανικά