lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποθηκεύω στα τσεχική

Λέξη:
αποθηκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
akumulovat, chovat, hlídat, konzervovat, nahromadit, podržet, schraňovat, skladovat, uchovat, udržovat, uskladnit, zachovat, zachovávat, zavařit, zavařovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αποθηκεύω, πώς αποθηκεύω, αποθηκεύω τρόφιμα, αποθηκεύω συνώνυμο, αποθηκεύω συνώνυμα, αποθηκεύω στα τσεχική, akumulovat στα ελληνικά
αποθηκεύω στα τσεχική