lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακυρώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ακυρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
abolir, aguentar, anular, banir, borrar, cancelar, casar, comportar, digerir, enxugar, extinguir, invalidar, limpar, padecer, raspar, rescindir, resistir, revogar, sofrer, suportar, suprimir, tolerar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ακυρώνω, ακυρώνω συνώνυμα, ακυρώνω στα γαλλικά, ακυρώνω μετάφραση αγγλικά, ακυρώνω αγγλικα, ακυρώνω english, ακυρώνω στα πορτογαλικά, abolir στα ελληνικά
ακυρώνω στα πορτογαλικά