lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποθηκεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
αποθηκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
володійте, володіти, далі, зберегти, зберігати, мати, оволодіти, охопити, охоплювати, продовжити, продовжувати, продовжуватися, продовжуйтеся, підтримайте, підтримати, підтримувати, точитись, утримати, утримувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αποθηκεύω, πώς αποθηκεύω, αποθηκεύω τρόφιμα, αποθηκεύω συνώνυμο, αποθηκεύω συνώνυμα, αποθηκεύω στα ουκρανικά, володійте στα ελληνικά
αποθηκεύω στα ουκρανικά