lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασκώ στα γερμανικά

Λέξη:
ασκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
abrichten, exerzieren, trainieren, üben, ausüben, auswirken, beeindrucken
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ασκώ, ασκώ το δίδειν, ασκώ συνώνυμα, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ πίεση αγγλικά, ασκώ επάγγελμα, ασκώ στα γερμανικά, abrichten στα ελληνικά
ασκώ στα γερμανικά