lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άβυσσος στα σουηδικά

Λέξη:
άβυσσος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
avgrund, bråddjup, djup, djupsinnig, grundlig, hålväg, klyfta, ravin, stup, svalg
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά άβυσσος, άβυσσοσ άβυσσον επικαλείται, άβυσσος ψάρια, άβυσσος συνώνυμο, άβυσσος ορισμός, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος στα σουηδικά, avgrund στα ελληνικά
άβυσσος στα σουηδικά