lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αρχάριος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apprentice, beginner, freshman, frosh, griffin, novice, tenderfoot, tyro
αρχάριος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
novic, novicka, nováček, učedník, učeň, začátečník, začínající
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anfänger, lehrling, neuling, novize
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lærling, novice
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aprendiz, bisoño, novato, novicio, principiante
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apprenti, bizut, conscrit, débutant, novice
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apprendista, esordiente, novizio, principiante
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lærling, novise
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
начинающий, новичок, послушник, ученик
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
навічок
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kollanokk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aloittelija, alokas, harjoittelija, oppipoika
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
početnik, učenik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
novícius, tanonc
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprendiz, novato, principiante
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ucenic
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багажник, вербувати, грифон, джип, завербувати, неофіт, новак, новачок, новобранець, початківець, призовник, рекрут, черевик, чобіт
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nowicjusz

Σχετικές λέξεις

αρχάριος μελισσοκόμος, αρχάριος οδηγός, αρχάριος κηπουρός, αρχάριος φωτογραφος, αρχάριος συνώνυμα, αρχάριος ζωγράφος, αρχάριος σκι, τρέξιμο αρχάριοσ, ψαροντούφεκο αρχάριοσ, ο αρχάριος