lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχυτής στα γερμανικά

Λέξη:
ενισχυτής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
lautverstärker, tonverstärker, verstärker
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ενισχυτής, ενισχυτής σήματος τηλεόρασης, ενισχυτής σήματος κινητής τηλεφωνίας, ενισχυτής σήματος wifi, ενισχυτής σήματος, ενισχυτής κοινού εκπομπού, ενισχυτής στα γερμανικά, lautverstärker στα ελληνικά
ενισχυτής στα γερμανικά