ενισχυτής στα αγγλικά ενισχυτής στα τσεχική ενισχυτής στα γερμανικά ενισχυτής στα γαλλικά ενισχυτής στα ιταλικά ενισχυτής στα ρωσικά ενισχυτής στα λευκορωσίας ενισχυτής στα εσθονική ενισχυτής στα ρουμανική ενισχυτής στα ουκρανικά ενισχυτής στα πολωνική ενισχυτής στα ισπανικά ενισχυτής στα σουηδικά ενισχυτής στα ουγγρική ενισχυτής στα πορτογαλικά
υπάρχοντα στα ουκρανικά βάζω στα τσεχική έξυπνος στα ισπανικά πλευρά στα ουκρανικά ανεβαίνω στα ισπανικά
βάζω τόνους ανεβαίνω συνώνυμα έξυπνος μετρητής ρεύματος τα υπάρχοντα πλευρά ανατομία