lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχυτής στα ουκρανικά

Λέξη:
ενισχυτής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
інтенсивний, напружений, підсилювач, помічник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ενισχυτής, ενισχυτής σήματος τηλεόρασης, ενισχυτής σήματος κινητής τηλεφωνίας, ενισχυτής σήματος wifi, ενισχυτής σήματος, ενισχυτής κοινού εκπομπού, ενισχυτής στα ουκρανικά, інтенсивний στα ελληνικά
ενισχυτής στα ουκρανικά