lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδότηση στα γερμανικά

Λέξη:
επιδότηση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
dotation, gabe, schenkung, spende, stiftung, subvention, subtraktion, beihilfe, unterstützung, zuschuss
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επιδότηση, επιδότηση πετρελαίου θέρμανσης 2014, επιδότηση πετρελαίου 2014, επιδότηση πετρελαίου, επιδότηση οαεδ για νέους επαγγελματίες 2014, επιδότηση οαεδ, επιδότηση στα γερμανικά, dotation στα ελληνικά
επιδότηση στα γερμανικά