lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδότηση στα βουλγαρικά

Λέξη:
επιδότηση (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (3):
дар, дотация, добавка
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά επιδότηση, επιδότηση πετρελαίου θέρμανσης 2014, επιδότηση πετρελαίου 2014, επιδότηση πετρελαίου, επιδότηση οαεδ για νέους επαγγελματίες 2014, επιδότηση οαεδ, επιδότηση στα βουλγαρικά, дар στα ελληνικά
επιδότηση στα βουλγαρικά