lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περίεργος στα ουκρανικά

Λέξη:
περίεργος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (33):
важіль, віддалений, дивний, допитливий, екстраординарний, живий, житловий, життя, забавний, зацікавлений, любити, надзвичайний, неабиякий, незвичайний, незнайомий, неприродний, носатий, особливий, позачерговий, примхливий, підглядати, піддивлятися, скручений, смачний, сподобатися, схожий, цікавий, чудакуватий, чудний, чужий, чужоземний, чіткий, інтересний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά περίεργος, περίεργος σχηματισμός σε σύννεφα πάνω από την cumbria, περίεργος συνώνυμα, περίεργος θόρυβος αναστάτωσε τους κατοίκους της καλαμάτας, περίεργος γιωργάκης, περίεργος αγγλικά, περίεργος στα ουκρανικά, важіль στα ελληνικά
περίεργος στα ουκρανικά