lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλίβομαι στα γερμανικά

Λέξη:
θλίβομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
bekümmern, betrüben, kranken, kümmern, sorgen, verdrießen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά θλίβομαι, θλίβομαι στα γερμανικά, bekümmern στα ελληνικά
θλίβομαι στα γερμανικά