lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλίβομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
θλίβομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
гнітити, горювати, горюйте, загострити, загострювати, засмучувати, побиватися, погіршити, погіршитися, погірште, погіршувати, погіршуватися, пригнітите, пригнітити, пригнічувати, сумувати, убиватися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά θλίβομαι, θλίβομαι στα ουκρανικά, гнітити στα ελληνικά
θλίβομαι στα ουκρανικά