lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θλίβομαι στα τσεχική

Λέξη:
θλίβομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (11):
obtěžovat, postihnout, rmoutit, rušit, soužit, truchlit, trápit, zarmoutit, zlobit, znepokojit, znepokojovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική θλίβομαι, θλίβομαι στα τσεχική, obtěžovat στα ελληνικά
θλίβομαι στα τσεχική