lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλύπτω στα γερμανικά

Λέξη:
καλύπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
bedecken, bettdecke, decke, decken, einhüllen, fußdecke, hülle, maskieren, umschlag, verdecken, verhüllen, verschleiern, zudecken
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καλύπτω, καλύπτω τούρτα με ζαχαρόπαστα, καλύπτω το κενό, καλύπτω τα νώτα μου, καλύπτω συνωνυμα, καλύπτω στα αγγλικά, καλύπτω στα γερμανικά, bedecken στα ελληνικά
καλύπτω στα γερμανικά