lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλύπτω στα πορτογαλικά

Λέξη:
καλύπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
acobertar, coberta, cobertor, cobertura, cobrir, colcha, manta, revestir, tampa, tapa, tapar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καλύπτω, καλύπτω τούρτα με ζαχαρόπαστα, καλύπτω το κενό, καλύπτω τα νώτα μου, καλύπτω συνωνυμα, καλύπτω στα αγγλικά, καλύπτω στα πορτογαλικά, acobertar στα ελληνικά
καλύπτω στα πορτογαλικά