lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλύπτω στα ουκρανικά

Λέξη:
καλύπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
близький, близько, вхопити, відкладати, відкласти, відстрочити, відстрочувати, завершення, закрити, закриття, закупорте, заплющувати, зачинити, зачиняти, клацання, кусати, обриватися, розійдіться, хапати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καλύπτω, καλύπτω τούρτα με ζαχαρόπαστα, καλύπτω το κενό, καλύπτω τα νώτα μου, καλύπτω συνωνυμα, καλύπτω στα αγγλικά, καλύπτω στα ουκρανικά, близький στα ελληνικά
καλύπτω στα ουκρανικά