lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κτήριο στα γερμανικά

Λέξη:
κτήριο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
abbau, architektur, aufbau, bau, baufach, baukunst, baustelle, bauwerk, bauwesen, gebäude, gefüge, herausbildung, konstitution, konstruktion, struktur
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κτήριο, κτίριο φιξ, κτίριο του νατο, κτίριο δοξιάδη, κτίριο γκίνη, κτίριο ή κτίριο μπαμπινιωτης, κτήριο στα γερμανικά, abbau στα ελληνικά
κτήριο στα γερμανικά