lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κτήριο στα ιταλικά

Λέξη:
κτήριο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
architettura, composizione, costituzione, costrutto, costruzione, edificio, edilizia, fabbricato, formazione, palazzo, stabile, struttura
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κτήριο, κτίριο φιξ, κτίριο του νατο, κτίριο δοξιάδη, κτίριο γκίνη, κτίριο ή κτίριο μπαμπινιωτης, κτήριο στα ιταλικά, architettura στα ελληνικά
κτήριο στα ιταλικά