lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κτήριο στα ουγγρική

Λέξη:
κτήριο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (13):
alkotmány, alkotás, gyárépület, hajó, kompozíció, szövet, tataroz, építkezés, építmény, építés, építészet, építőipar, épület
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κτήριο, κτίριο φιξ, κτίριο του νατο, κτίριο δοξιάδη, κτίριο γκίνη, κτίριο ή κτίριο μπαμπινιωτης, κτήριο στα ουγγρική, alkotmány στα ελληνικά
κτήριο στα ουγγρική