lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κτήριο στα ουκρανικά

Λέξη:
κτήριο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (32):
будинок, будова, будування, будівельний, будівля, будівництво, бюро, вестибуль, випрямляння, відомство, вітальня, дім, ерекція, зал, зведення, кабінет, конструкція, контора, матеріал, монтажний, офіс, побудова, посада, приймальня, приміщення, розміщувати, споруда, спорудження, споруду, структура, тканина, хол
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κτήριο, κτίριο φιξ, κτίριο του νατο, κτίριο δοξιάδη, κτίριο γκίνη, κτίριο ή κτίριο μπαμπινιωτης, κτήριο στα ουκρανικά, будинок στα ελληνικά
κτήριο στα ουκρανικά