lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κτήριο στα βουλγαρικά

Λέξη:
κτήριο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (6):
здание, конституция, кораб, сграда, структура, архитектура
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά κτήριο, κτίριο φιξ, κτίριο του νατο, κτίριο δοξιάδη, κτίριο γκίνη, κτίριο ή κτίριο μπαμπινιωτης, κτήριο στα βουλγαρικά, здание στα ελληνικά
κτήριο στα βουλγαρικά