lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ουδέτερος στα γερμανικά

Λέξη:
ουδέτερος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
egal, gleich, gleichgültig, lustlos, neutral, objektiv, sächlich, teilnahmslos, träge, unbefahrbar, unbefangen, unorganisch, unparteiisch
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ουδέτερος, ουδέτερος χρώμα, ουδέτερος φάση, ουδέτερος συνώνυμο, ουδέτερος συνώνυμα, ουδέτερος μονισμός, ουδέτερος στα γερμανικά, egal στα ελληνικά
ουδέτερος στα γερμανικά