lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ουδέτερος στα δανική

Λέξη:
ουδέτερος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
retfærdig, uhildet, upartisk, ligeglad, lunken, nonchalant, ingenting, intet, nul
Σχετικές λέξεις:
δανική ουδέτερος, ουδέτερος χρώμα, ουδέτερος φάση, ουδέτερος συνώνυμο, ουδέτερος συνώνυμα, ουδέτερος μονισμός, ουδέτερος στα δανική, retfærdig στα ελληνικά
ουδέτερος στα δανική