lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ουδέτερος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ουδέτερος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
apático, cero, displicente, equitativo, imparcial, indiferente, indolente, inerte, morno, nada, neutral, neutro, zero
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ουδέτερος, ουδέτερος χρώμα, ουδέτερος φάση, ουδέτερος συνώνυμο, ουδέτερος συνώνυμα, ουδέτερος μονισμός, ουδέτερος στα πορτογαλικά, apático στα ελληνικά
ουδέτερος στα πορτογαλικά