lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ουδέτερος στα σουηδικά

Λέξη:
ουδέτερος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
opartisk, neutral, likgiltig, nonchalant
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ουδέτερος, ουδέτερος χρώμα, ουδέτερος φάση, ουδέτερος συνώνυμο, ουδέτερος συνώνυμα, ουδέτερος μονισμός, ουδέτερος στα σουηδικά, opartisk στα ελληνικά
ουδέτερος στα σουηδικά