lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλέκω στα γερμανικά

Λέξη:
πλέκω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
geschehen, stricken, wirken, zugehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πλέκω, πλέκω το εγκώμιο, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω παπουτσάκια, πλέκω μπολερό, πλέκω με βελόνες, πλέκω στα γερμανικά, geschehen στα ελληνικά
πλέκω στα γερμανικά