lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τηγανίζω στα γερμανικά

Λέξη:
τηγανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
braten, rösten, backen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά τηγανίζω, τηγανίζω στα γερμανικά, braten στα ελληνικά
τηγανίζω στα γερμανικά