lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τηγανίζω στα ουγγρική

Λέξη:
τηγανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
megpirít, kisütni, megsütni, sült, süt, kirántani, megsüt
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική τηγανίζω, τηγανίζω στα ουγγρική, megpirít στα ελληνικά
τηγανίζω στα ουγγρική