lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τηγανίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
τηγανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
виконайтеся, вчинити, вчиняти, жарити, завивка, зайнятися, зробити, робити, смажити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τηγανίζω, τηγανίζω στα ουκρανικά, виконайтеся στα ελληνικά
τηγανίζω στα ουκρανικά